σπόγγος

σπόγγος
ο
1. ζωόφυτο που το πορώδες σώμα του χρησιμοποιείται ως όργανο καθαρισμού, σφουγγάρι.
2. όργανο καθαρισμού του πίνακα στα σχολεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπόγγος — sponge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… …   Dictionary of Greek

  • σπόγγε — σπόγγος sponge masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοι — σπόγγος sponge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοις — σπόγγος sponge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοισι — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγοισιν — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγον — σπόγγος sponge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγου — σπόγγος sponge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόγγους — σπόγγος sponge masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”